ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ

Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΟ FORUM ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΘΙΑΣΩΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ


4 απαντήσεις

    Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη

    Ιωάννης
    Ιωάννης


    Αριθμός μηνυμάτων : 1244
    Ημερομηνία εγγραφής : 11/06/2009
    Τόπος : Κηφισιά

    Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη Empty Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη

    Δημοσίευση από Ιωάννης Δευ Μάης 16, 2011 11:15 pm

    Εδω με μεγάλη χαρά και περιφάνεια σας παρουσιάζω τη καταγραφή των λέξεων και της σημασίας τους στο "σύμπαν" του Καραγκιόζη που έκανα στο word πριν απο αρκετο καιρο! Επιτελους για πρωτη φορα οσοι απο εσας ακουσατε ή διαβασατε μια λέξη σε κάποια παράσταση τωρα θα εχετε την ευκαιρια να μαθετε τη σημασια της! Η καταταξη των λεξεων ειναι αλφαβιτική.



    ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ


    Α

    Αβερτήρω: ειδοποιώ
    Αβιζάρω: ειδοποιώ, πληροφορώ
    Αγγλέουρας, ο (και αγλέουρας): δηλητηριώδες φυτό, είδος φλόμου
    Αγναντάρω: Εννοώ
    Ακουρμάζομαι (και ακουρμένομαι): αφουγκράζομαι, κρυφακούω
    Ακροντερίστηκα: άκουσα να έρχεται κάποιος απο μακριά
    Αλαλιές, οι: ανοησίες, κουταμάρες
    Αλαργιέν: αλάργα, μακριά
    Αλμπάνικο, το: πεταλωτήριο
    Αμανάτι, το: ενέχυρο
    Ανεμοζάλη, η: δυνατός αέρας, ανωμαλία, σύγχηση
    Αντάρα, η: θύελλα, σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας
    Αντραλίζομαι: ζαλίζομαι
    Απάγκιο, το (και απάγγιο): τόπος που δεν τον πιάνει ο αέρας
    Α πάρτε: κατά μέρος
    Απεικιάζω: συμπαιραίνω, καταλαβαίνω, βλέπω
    Απήγανος, ο: αρτυματικό και φαρμακευτικό φυτό. Το χρησιμοποιούσαν και για εξορκισμούς
    Απομεινάρης, ο: αυτός που απόμεινε, που επέζησε
    Αποφώλιος, ο: ανωφελής, τιποτένιος, απαίσιος
    Απροζύμωτος, ο: χωρίς προζύμι, γρήγορος
    Αρεστάρω: φυλακίζω
    Α ρέστο: στη φυλακή
    Αριβάρω: φτάνω, αφικνούμαι
    Ασίκης, ο: λεβέντης, (νέος αξιέραστος), γεναίος, μεγαλόψυχος
    Ασκολσούμ: εύγε, μπράβο
    Ατσιδέντο ή ατσιντέντο (μούτρο): πονηρό, έξυπνο
    Αφιδεύομαι: εμπιστεύομαι
    Άχη (και άχι): επιφώνημα "αχ"
    Αχουμάκης, ο (αχμάκης): μωρός, ηλίθιος, κοιμισμένος




    Β

    Βαβίζω: γαβγίζω
    Βαντάκα, η: μπόγος
    Βελάδα, η: το επίσημο μαύρο ανδρικό ένδυμα, το φράκο
    Βιλαέτ, το (και βιλαέτι): μεγάλη διοικητική περιφέρεια επί Τουρκίας, μεγάλη επαρχία
    Βίρα (και βήρα): τράβα, στρέφε (ναυτικό πρόσταγμα)
    Βουρδούλακας, ο: βρικόλακας
    Βουρλιά, τα: βούρλα

    Γ

    Γαζέτες: χρηματικό ποσό απο μεταλλικά κέρματα, ψιλά, πενταροδεκάρες
    Γαλεότος, ο (και το γαλεότο): γαλέος, σκυλόψαρο
    Γιαζίκ: άδικα, ντροπή
    Γιάλα: (επίρρημα) λίμπα, καταστροφική επίθεση
    Γιάντα: γιατί, για ποιό λόγο
    Γιβεντισμένος, ο: ξεμυαλισμένος, ξαναμμένος
    Γκάβω, αόρ. έγκαψες: φεύγω, αποχωρώ
    Γκανίζω: γκαρίζω, φωνάζω δυνατά και ενοχλητικά
    Γκιάξες: προκάλεσε με να σε προκαλέσω
    Γκίτ (και γκήτ): φύγε, γκρεμίσου
    Γουδέτες, οι: οι μεταξωτές ή μπαμπακερές καλτσοδέτες των φουστανελάδων
    Γουντούλα, η: γόνδολα, βάρκα
    Γουργουλαβίδα, η (και γουρτζουλαβίδα): εργολαβία, ερωτοδουλειά

    Δ

    Δεδίμ (και ντεντίμ): είπα
    Δελέγκου: αμέσως, γρήγορα
    Διαζίκ (το ορθό, γιαζίκ): ντροπή

    Ε

    Εδεπά: εδώ
    Ενζά (πράμα): τί (πράμα)
    Έντο: ιδού
    Επαέ (και επά): ενταύθα, εδώ

    Ζ

    Ζαπτιές, ο: χωροφύλακας
    Ζεβζέκης, ο: ελαφρόμυαλος
    Ζουζούδι, το: μικρό ζώο ή ζωύφιο
    Ζουλάπι, το (ζ'λαπι): άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος. Για πρόσωπα: χαζός, βλάκας
    Ζουφίζω (και ζουφώ): πιέζοντας κάτι το μαλακό το ζουφαίνω, το αδειάζω. Πρβλ. ζουπώ

    Ι

    Ίντα (και είντα): τί, ότι, πώς

    Κ

    Καβαλλάρης, ο (στα μουσικά όργανα): ξύλινο όρθιο πλακίδιο των εγχόρδων οργάνων, πάνω απ'το οποίο περνούν οι χορδές
    Καδινάτσο, το: σιδερένιος μοχλός για ν'ασφαλίζονατι οι πόρτες, σύρτης
    Κάζο (πενσάτο): έγκλημα (εκ προμελέτης)
    Καλαμιά, η: ψηλό καλάμι με το οποίο ανάβουν ή σβήνουν τα κεριά και τις καντήλες
    Καλσιονοπούλα, η: Καντσονοπούλα, τραγούδι
    Καμπανέλι, το: μικρή καμπάνα, καμπανάκι
    Καναγιάς, ο: κατεργάρης, χυδαίος
    Καντούνι, το: στενό δρομάκι
    Καπιστράνα, η: χαλινάρι
    Καργάρομαι: τεντώνομαι, φουσκώνω, κορδώνομαι
    Καρδάρα, η: ξύλινο αγγείο οπου αρμέγουν το γάλα, αρμεγός
    Κασκαρίκα, η: αστείο πάθημα, φιάσκο
    Καστανολοϊτικα, τα: καστανάδικα
    Καταλαβαρδούγκος (και καταλαβαρζούγκος): καταλαβαίνεις
    Κατραμίλα, η: η μυρωδιά της πίσας
    Κιρκινέζι, το: είδος μικρόσωμου γερακιού, κίρκος
    Κλάρα, η: μτφρ, λόγια μεγάλα και ψεύτικα. Αλλού την κλάρα: σε άλλον να τα λες αυτά
    Κογιονάρω: κοροϊδεύω, ειρωνεύομαι
    Κόκα, η: η κεφαλή, το κρανίο, το καύκαλο
    Κοκόνια, η: κοκόνα, κυρία απο πόλη
    Κονάκι, το: κατοικία, κατάλυμα
    Κοντάρω: διηγούμαι
    Κοντοστούμπολιος, ο: κοντόχοντρος
    Κοντραμέντο, το: συνάντηση, επίσκεψη
    Κοντραπάντο, το (και κοντραμπάντο): λαθρεμπόριο
    Κοπελάτσι, το: παλικαράκι
    Κουπί, το: κούπα
    Κουράδι, το: πρόβατο, κοπάδι
    Κουρλαίνομαι: τρελαίνομαι
    Κούρταλα, τα: χτυπήματα
    Κουστουδία, η: πάθημα
    Κούφιο, το: υπόκωφο, μη ακουόμενο, το μαχαίρι
    Κρένω (γρφ. και κραίνω): μιλώ

    Λ

    Λάβδανο, το: το φυτό κίστος ο κρητικός
    Λαγωνίκω, η: το κυνηγετικό σκυλί
    Λαιμαριά, η: περιλαίμιο των ζεμένων ζώων
    Λαϊνα, η: στάμνα χωματένια
    Λάκα: προστ. γλάκα, πήδα, τρέχα
    Λικόρνιο, το: μυθικός ίππος, μονόκερως, licorne
    Λουκάντα, η (και λοκάντα): ξενοδοχείο, εστιατόριο
    Λουριασμένο, το: κακομοιριασμένο





    Μ

    Μαγγανίζω (μαγκανίζω): πιέζω στο μάγγανο, συνθλίβω κάτι ανάμεσα σε δυο σκληρά σώματα, συλλαμβάνω και κρατάω σφιχτά
    Mαθές (και μαθέ): επίρρ. βέβαια, πράγματι, προφανώς
    Μαϊγμούνι, το: μικρή μαϊμού, μαϊμούνι, άνθρωπος πονηρός
    Mακαντάσης, ο: σύντροφος, στενός φίλος
    Μακαράς, ο: καρούλι, τροχαλία
    Μαλαγάνας, ο: κόλακας, υποκριτικά περιποιητικός
    Μανικοκάπι, το: κάπα με μανίκια και τσέπες
    Μανούλες, οι: οι τσακίσεις, οι πιέτες τις φουστανέλας
    Μαντέκα, η: αρωματική αλοιφή με την οποία έκαναν το στριφτό μουστάκι στητό
    Μαξιμάκι, το: το μικρό παιδί
    Μαριδούγκος: προέρχεται απο τη λέξη μαρίδα
    Μάσαλα: να μη βασκαθείς
    Μαστραναγούλας, ο: μάστορας στην αναγούλα, στο ζάλισμα, στη ναυτία
    μάτα: επίρρημα. ξανά. Τί μάτα;: τί γίνεται, τι νέα;
    Μιράκουλο, το: θαύμα
    Μολυντήρι, το: μικρό φίδι
    Μομέντο, το (και μομέντο): στιγμή
    Μόμολο, το: χαζός και άσχημος
    Μουσαφίρ (οντάς): δωμάτιο υποδοχής
    Μουσκετάρω: τουφεκίζω
    Μουστερής, ο: πελάτης
    Μουτουλάκ: επίτηδες
    Μπακοτσέτουλα, τα: χαρτονομίσματα
    Μπαούτες, οι: αστεϊσμοί
    Μπασμπατατάμ (κατέργαρε): απο καταγωγή
    Μπεζαχτάς, ο: το συρτάρι του ταμείου, τα φυλαγμένα λεφτά
    Μπεζεβέν, ο: μπεζεβέγκης, παλιάνθρωπος
    Μπιζάρω: δευτερώνω, χειροκροτώ
    Μπίμπια: αστείο
    Μπίρ (τατάμ): ακριβώς, εντάξει
    Μπιτίζω: αποτελειώνω κάτι, απαυδίζω
    Μπονόρα (μπονώρα): πρωί πρωί
    Μποτζάρω (και μποζάρω): κλυδωνίζομαι
    Μπουγαρίνι, το: λουλούδι της μπουγαρινιάς, ίασμος ο αραβικός
    Μπουγιουρούμ: ορίστε
    Μπουκούνι, το: κομμάτι
    Μπουμπουλωμένη, η: κουκουλωμένη
    Μπουνέντης, ο (και μπουνέντες): δυτικός αέρας
    Μπουντέλι, το: αντιστήριγμα, υποστήριγμα, χοντρός σιδερένιος πάσσαλος
    Μπούρας, ο: άνθρωπος δυνατός, λεβέντης, φαγάς (Wink
    Μπριά: άλλαξε γνώμη, πορεία
    Μπύρος (και πύρος): γενναίος, μεγαλοπρεπής, ρωμαλέος
    Μρεμέτια, τα: μερεμέτια, πρόχειρη επιδιόρθωση

    Ν

    Ναίσκε (και ναίτσε): ναί, μάλιστα
    Νεγότσια, τα: έργα, δουλειές
    Νταβαντούργια, τα (και ταβατούρια): θόρυβος, αταξία, φωνές ανακατωμένες
    Νταουζάς, ο: αράχνη φαρμακερή, σφαλάγγι, σφήκα μεγάλη
    Ντελίριο, το: παραλήρημα
    Ντερβέναγας, ο (και δερβέναγας): επι τουρκοκρατίας ο διοικητής στρατιωτικού τμήματος, που φρουρούσε τους δημόσιους δρόμους και ιδίως τα ντερβένια, τα στενά ορεινά περάσματα
    Ντζίνι, το: φάντασμα
    Ντζόλα, η: σόλα (Wink
    Ντουζένια, τα: τερτίπια, τεχνάσματα, επιθυμίες
    Ντραλίζομαι: ζαλίζομαι
    Ντρογκάνι, το (τροκάνι και τρουκάνι): βαριά κουδούνα των προβάτων

    Ξ

    Ξαπόστα (και ξαπόστε): επίτηδες, σκόπιμα
    Ξεκαλιγώνω: ξεπεταλώνω


    Ο

    Όγδα: έβγα
    Ολάν: βρε σύ, παιδί

    Π

    Παδελομούτρης, ο: αυτός που έχει πρόσωπο σαν παδέλα, σα χύτρα, ασχημάνθρωπος
    Πάης, ο: πατέρας
    Πάλα, η: γιαταγάνι, μεγάλη σπάθα καμπυλωτή που έκοβε απ'την έξω μεριά
    Παλιοθρασίμι, το: παλιοψοφίμι
    Παπαλιά, η: καρπαζιά
    Παραγουλώ (και παραγουλιάζω): δέρνω άγρια
    Πάρεδρος, ο: βοηθός και αναπληρωτής του προέδρου του χωριού
    Πάρες, ο (και πάρης): πατέρας
    Πάσπαλα, τα: η σκόνη των λειψάνων
    Πασπαλώνω: πασπαλίζω, σκονίζω
    Παστακουγκούλος, ο: κολοκυθοκέφαλος
    Πενταρούθουνος, ο: αυτός που έχει πέντε ρουθούνια, το τέρας, ο πολυ άσχημος
    Περονόσπορος, ο: μήκυτας που καταστρέφει τα φυτά, άνθρωπος ολέθριος
    Πέτο, το: στήθος
    Πετσώνω: επενδύω με πετσί, δέρνω αλύπητα
    Πίκουλο, το: μικρό παιδί
    Πορτόνι, το: μικρή πόρτα
    Πορώ: περνώ, πηγαίνω, φεύγω
    Πούλιες, οι: διακοσμητικά γυαλιστερά πετάλια
    Πούρι: λοιπόν, βεβαίως, εντούτις, φτάνει να
    Πρά: ωρέ
    Πράτα, τα: πρόβατα
    Πρατσέρα, ή (και μπρατς(ι)έρα ή βρατσέρα): μικρό ιστιοφόρο, με δυο κατάρτια
    Πώ: ναι, βεβαίως

    Ρ

    Ρεντικουλάρω (και ρεντικολάρω): διακωμωδώ, ρεζιλεύω
    Ρεποζάρω: ξεκουράζομαι
    Ριβάνη, ή : το ραβανί (γλύκισμα)
    Ροβολάω: κατεβαίνω με μεγάλες δρασκελιές από ψηλότερο σε χαμηλότερο μέρος

    Σ

    Σακουλεύομαι: καταλαβαίνω, υποψιάζομαι
    Σαλαγιώ (και σαλαγώ) : κατευθύνω με φωνές τα βοσκήματα
    Σαλτάρω: πηδάω
    Σαφρακιασμένος, ο: ζαρωμένος
    Σγόμπα, ή: καμπούρα
    Σέκο, το: σκληρό καπέλο
    Σελάχι, το: φαρδιά πέτσινη ζώνη με πολλές θήκες εμπρός
    Σεμπαμπλής, ο: χουβαρντάς, πράος, τίμιος
    Σένα, ή (σκένα): σκηνή
    Σιρταδαρέλια, τα: κεντήματα
    Σκαπουλάρω: ξεφεύγω
    Σκόπια, τα: χτυπήματα με ξύλα
    Σκόρσο, το: σόκ, ξαφνική ταραχή, ανακάτωμα, αναγούλα
    Σκουτέλι, το: πινάκιο, μικρή γαβάθα, κεσές
    Σκουφέτα, η: σκούφια
    Σονάρω: σφυρίζω με μηχανικά μέσα
    Σορόκος, ο: νοτιοανατολικός αέρας
    Σορ-πάρες (και σόρα-μάρε): ονομασία των γονιών
    Σουμιέ, το (και ο σουμιές): η σούστα του κρεβατιού, το κρεβάτι
    Σούτρε: σώπα
    Σπαράρω: σπαράζω, κατασπαράζω
    Σπετσαρικούδι, το: φαρμακείο
    Σπιτάλιο, το: νοσοκομείο
    Σπολλάτη: (επιφώνημα) ευχαριστώ, εύγε
    Σπουμεντάρω: σπαρταρώ
    Στουμπολογώ: χτυπώ επίμονα, επιμένω αναφέροντας κάτι
    Στριντζώνομαι: καμαρώνω, κορδώνομαι
    Σύντεκνος, ο: αδελφικός φίλος, κουμπάρος, παράνυμφος
    Σφαλάγγι, το: αράχνη φαρμακερή, νταουζάς, σφήκα μεγάλη

    Τ

    Ταντάραινα, η: χωριό κοντά στον Κραβασαρά
    Τελώνιο, το: δαιμονικό ικανό να μεταμορφώνεται
    Τεπές, ο: το πάνω μέρος του καπέλου
    Τζάνε μου (και τζάνημ ή τζάνουμ): ψυχή μου
    Τζιράρω: εχω εμπορικές δοσοληψίες, κινούμαι εμπορικά
    Τζόγια (μου): χαρά μου, αγάπη μου
    Τνακάπου: σε κάποιο μέρος, κάπου
    Τόμου: αφού, όταν, εφόσον
    Τόμπολα, η: τυχερό παιχνίδι
    Τούκα: εδώ
    Τουπές, ο: ύφος
    Τραβάζια, τα: δουλειές
    Τραμουντάνα: βοριάς
    Τραταμέντο, το: κέρασμα
    Τρεματούρα, η: τρεμούλα
    Τσαμπουνώ (και τσαμπουνίζω): φλυαρώ
    Τσαπερδόνες, οι: σερπετές, ζωηρές
    Τσελεμπής, ο: άρχοντας, αφεντικό
    Τσεντέζιμο, το: η δεκάρα
    Τσιγαρίδες, οι: μικρά κομματάκια από τσιγαρισμένο χοιρινό κρέας
    Τσιγλώ (και τσιγκλώ): κεντρίζω ένα ζώο, το ερεθίζω// μτφ. Πειράζω κάποιον με λόγια
    Τσιμισίρι, το: το ξύλο του δέντρου «πύξος ή αειθαλής»
    Τσινώ: (επι υποζυγίων) κλοτσώ, αγριεύω
    Τσορδέλο, το: τσερβέλο, κεφάλι, μυαλό
    Τσερτσεβουλαίοι, οι: διαβόλοι
    Τσίτο: σώπα, σιωπή
    Τσιτσιμπίρλα, η (και τσιτσιμπίρα): ποτό επτανησιακό, είδος γκαζόζας
    Τσουπί, το: μικρή τσούπα, μικρό κορίτσι
    Τσουρβατζής, ο: (και τσορμπατζής): χριστιανός με περιουσία και υπόληψη
    Τσουφλινάρες, οι: προσκυνήματα, σέβη

    Φ

    Φαλάρω: κάνω σφάλμα
    Φιλαρμόνικα, η: ακορντεόν, φυσαρμόνικα
    Φιναλμέντα: τελικώς
    Φιναμέντα, τα: τα τελευταία, τα τέλη
    Φινίρω: τελειώνω
    Φιόρο, το : λουλούδι
    Φιφτυτού, οι: οι κομψευόμενοι. Ιδιότυπη ονομασία που επικράτησε στην Αθήνα κατά το 1909
    Φόλα, η: μπάλωμα παπουτσιού
    Φούντο, το: ο πάτος, ο βυθός

    Χ

    Χάβρα, η: η εκκλησία των εβραίων
    Χαλάλ (και χαλνάνι): δίκαιο, νόμιμο, σωστό
    Χαρχαλιεύω: ψάχνω, ψαχουλεύω
    Χουνέρι, το: ξεγέλασμα, κατεργαριά
    Χουρχούδα, η: ρόπαλο
    Χρυσόξυλο, το: κιτρινόξυλο

    Ψ

    Ψίχα: (επίρρημα) λίγο








































































    avatar
    Nικόλας


    Αριθμός μηνυμάτων : 148
    Ημερομηνία εγγραφής : 22/07/2009

    Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη Empty Απ: Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη

    Δημοσίευση από Nικόλας Τρι Μάης 17, 2011 6:17 pm

    πολυ καλη δουλεια!!!
    Ορφέας
    Ορφέας


    Αριθμός μηνυμάτων : 451
    Ημερομηνία εγγραφής : 22/06/2009
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα

    Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη Empty Απ: Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη

    Δημοσίευση από Ορφέας Τετ Μάης 18, 2011 10:18 am

    Φίλε Ιωάννη σε συγχαίρω και εγώ για την πράγματι πολύ καλή δουλειά σου!!
    ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
    ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ


    Αριθμός μηνυμάτων : 82
    Ημερομηνία εγγραφής : 22/09/2009
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Ξάνθη

    Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη Empty Απ: Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη

    Δημοσίευση από ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Τετ Μάης 18, 2011 12:32 pm

    Μπράβο σου Ιωάννη για τη δουλειά που έκανες. Τώρα πρέπει και εμείς οι υπόλοιποι να συμπληρώσουμε το γλωσσάρι που ξεκίνησες.
    Ιωάννης
    Ιωάννης


    Αριθμός μηνυμάτων : 1244
    Ημερομηνία εγγραφής : 11/06/2009
    Τόπος : Κηφισιά

    Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη Empty Απ: Το γλωσσάρι του Καραγκιόζη

    Δημοσίευση από Ιωάννης Τετ Μάης 18, 2011 11:08 pm

    Ευχαριστω πολυ παιδια. Οι περισσοτερες λεξεις εχουν καλυφθει νομιζω, δε μενουν παρα ελαχιστες που δεν εχω βαλει..

      Η τρέχουσα ημερομηνία/ώρα είναι Δευ Μάης 06, 2024 8:05 pm